μυλακρὶς

μυλακρὶς
μῠλ-ακρὶς λᾶας, ,
A millstone, Alex.Aet.3.31.
II [full] μῠλακρίς, ίδος, , cockroach found in mills and bakehouses, Ar.Fr.583:—written [full] μῠλαβρίς in Pl.Com.73 (ap.Phot.): both forms in Poll.7.180.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυλακρίς — και μυλαβρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους 2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» μυλόπετρα, μυλίτης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. αμπελ ίς, μηλ ίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς …   Dictionary of Greek

  • μυλακρίς — millstone fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλακρίδα — μυλακρίς millstone fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλακρίδας — μυλακρίς millstone fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλακρίδες — μυλακρίς millstone fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλαβρίς — μυλαβρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μυλακρίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”